υποστυλος

υποστυλος
    ὑπόστυλος
    ὑπό-στῡλος
    2
    подпираемый колоннами
    

(οἶκος Diod.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υποστυλος" в других словарях:

  • υπόστυλος — η, ο / ὑπόστυλος, ον, ΝΜΑ αυτός που στηρίζεται σε στύλους νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υπόστυλο α) στυλοβάτης β) συνεκδ. περίστυλη στοά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στῦλος (πρβλ. περί στυλος)] …   Dictionary of Greek

  • ὑπόστυλον — ὑπόστυλος resting on pillars set underneath masc/fem acc sg ὑπόστυλος resting on pillars set underneath neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστύλοις — ὑπόστυλος resting on pillars set underneath masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… …   Dictionary of Greek

  • υποστύλιον — τὸ, Α [ὑπόστυλος] πιθ. το υπό τους στύλους τμήμα κτηρίου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»